- κατακλείδα
- ητο τελευταίο μέρος λόγου ή διήγησης: Η κατακλείδα του ήταν ότι όλοι πρέπει να συνηθίσουμε στη λιτότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… … Dictionary of Greek
κατακλεῖδα — κατακλείς instrument for shutting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… … Dictionary of Greek
POMALE — a POMI similitudine, Gallis est ensis capulus; sed clausula; ita enim et Graeci modo μῆλον, modo κατακλεῖδα vocant, dicuntque κατακλείειν τὸ ζίφος de ense, cui capulus additur. Vetus Interpres Nicandri in Alexipharmacis, ad illud, μύκης ὅτι… … Hofmann J. Lexicon universale
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος … Dictionary of Greek
αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… … Dictionary of Greek
κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κατακλείδιον — κατακλείδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κατακλείδα* … Dictionary of Greek
κατακληίς — κατακληΐς, ῑδος, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα … Dictionary of Greek